Maico-Mobil: Το διαστημικό maxi-scooter των Γερμανών

Στις αρχές της δεκαετίας του 50, μια πληγωμένη Γερμανία προσπαθούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της. Στους δρόμους όπου μέχρι πριν λίγα χρόνια κυλούσαν στρατιωτικά οχήματα, τώρα ξεπετάγονταν σημάδια ελπίδας και αναγέννησης.
Τη δεκαετία του 50 γεννήθηκε το πρώτο Γερμανικό maxi scooter.
Δίχρονο μοτέρ με 6,5 άλογα και τρείς ταχύτητες στο τιμόνι.
Παρμπρίζ από πλεξιγκλάς και χώρος για ρεζέρβα στο πίσω μέρος.
Έγινε 200cc και το 1955 πουλήθηκε στην Construcciones Mecanicas.
Τη δεκαετία του 50 γεννήθηκε το πρώτο Γερμανικό maxi scooter
Στις αρχές της δεκαετίας του 50, μια πληγωμένη Γερμανία προσπαθούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της. Στους δρόμους όπου μέχρι πριν λίγα χρόνια κυλούσαν στρατιωτικά οχήματα, τώρα ξεπετάγονταν σημάδια ελπίδας και αναγέννησης. Εκεί, ανάμεσα στις πρώτες σπίθες της μεταπολεμικής κινητικότητας, γεννήθηκε το Maico-Mobil — ένα maxi-scooter τόσο ιδιαίτερο, που περισσότερο έμοιαζε με διαστημόπλοιο παρά με δίτροχο. Ήταν η στιγμή που η τεχνολογία συναντούσε τη φαντασία, και η ανάγκη για μετακίνηση γινόταν σύμβολο μιας νέας αρχής.
Οι αδελφοί Όττο και Βίλχελμ Μάις, ιδρυτές της Maico, είχαν μετατρέψει το εργοστάσιό τους στο Pfaffingen από πολεμική παραγωγή σε ειρηνική δημιουργία. Θέλησαν να προσφέρουν ένα μέσο μετακίνησης που να παντρεύει την οικονομία ενός scooter με την άνεση και την προστασία ενός αυτοκινήτου. Το αποτέλεσμα; Ένα όχημα που έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από κόμικ επιστημονικής φαντασίας της εποχής.
Δίχρονο μοτέρ με 6,5 άλογα και τρείς ταχύτητες στο τιμόνι
Το Maico-Mobil είχε κινητήρα δίχρονο μονοκύλινδρο 150cc, με 6,5 ίππους και τριτάχυτο κιβώτιο στο τιμόνι. Λίγο αργότερα, η αναβάθμιση στα 174cc και 9 ίππους πρόσφερε τετρατάχυτο κιβώτιο με ποδομοχλό και πολυσυμπλεκτικό συμπλέκτη, σε μια εποχή που αυτά ακούγονταν… διαστημικά. Η ψύξη γινόταν με μεγάλο αξονικό ανεμιστήρα, ενώ ο κινητήρας, κρυμμένος κάτω από θυρίδες στο τούνελ, έδινε στον αναβάτη μια πρωτόγνωρη αίσθηση καθαρότητας και τεχνολογίας. Το πλαίσιο ήταν σωληνωτό διπλό, ντυμένο με τεράστια πάνελ από κράμα αλουμινίου που κάλυπταν σχεδόν ολόκληρη τη μηχανή. Το πιρούνι ήταν τηλεσκοπικό με υδραυλική απόσβεση, ενώ πίσω, το μονομπράτσο ψαλίδι και το κρυφό αμορτισέρ τύπου Softail χάριζαν πρωτόγνωρη άνεση. Με 14άρες ζάντες, ταμπούρα φρένα και ορθιά θέση οδήγησης σαν πολυθρόνα, το Maico-Mobil ήταν η ήσυχη πολυτέλεια του μεταπολεμικού πολίτη.
Παρμπρίζ από πλεξιγκλάς και χώρος για ρεζέρβα στο πίσω μέρος
Το αμάξωμα προστάτευε οδηγό και συνεπιβάτη σαν μικρό cockpit. Παρμπρίζ από πλεξιγκλάς, ταμπλό με ταχύμετρο, χιλιομετρητή και δείκτη ταχύτητας κιβωτίου, ακόμα και χώρος για ρεζέρβα ενσωματωμένη στο πίσω μέρος – τίποτα δεν είχε μείνει στην τύχη. Οι δύο μεγάλες πλαϊνές “καμπίνες” έκρυβαν μηχανικά μέρη, ενώ η κομψή ουρά με το φως και την πινακίδα έδινε στο scooter μια σχεδόν αεροδυναμική γραμμή. Δεν ήταν απλώς μεταφορικό μέσο. Ήταν δήλωση κύρους. Όποιος οδηγούσε Maico-Mobil στη Γερμανία του 52, έδειχνε πως ανήκε στη νέα γενιά – εκείνη που κοιτούσε μπροστά, όχι πίσω.
Έγινε 200cc και το 1955 πουλήθηκε στην Construcciones Mecanicas
Το 1954, η χωρητικότητα ανέβηκε στα 200cc, αλλά το βάρος στα 122 κιλά και η τιμή στα περίπου 600 δολάρια (περισσότερα από 6.000 ευρώ σήμερα) το έκαναν πολυτέλεια για λίγους. Το 1955, οι αδελφοί Μάις πούλησαν την τεχνολογία τους στην ισπανική Construcciones Mecanicas, που συνέχισε το έργο τους με το πιο ελαφρύ Maicoletta, διαθέσιμο μέχρι το 1956. Παρότι το Maico-Mobil σταμάτησε να παράγεται, δεν χάθηκε ποτέ. Έγινε αντικείμενο πόθου των συλλεκτών, με τιμή που σήμερα αγγίζει τα 25.000 ευρώ για ένα αναπαλαιωμένο δείγμα. Η Maico συνέχισε στους χωμάτινους δρόμους του motocross, κυριαρχώντας στις δεκαετίες του 70 και του 80, πριν περάσει κρίση και επανέλθει ξανά στα 90s με μοντέλα enduro και supermoto. Το 2010, υπό νέα διεύθυνση στην Καλιφόρνια, το όνομα αναγεννήθηκε ξανά — και μαζί του, το πνεύμα των δύο αδελφών που κάποτε ονειρεύτηκαν ένα scooter που να μοιάζει με μικρό διαστημόπλοιο στους δρόμους της Γερμανίας.