Εύκολα με πρώτη, πιο δύσκολα με δευτέρα, με τίποτα με τρίτη.
Ολα βαίνουν όμορφα στο κόκπιτ του DRZ. Η ποιότητα κύλισης είναι πολύ καλή, η εργονομία άψογη, και τα πάντα λειτουργικά. Ολόκληρο το σύνολο της μοτοσικλέτας, από τις πρώτες κιόλας στιγμές, εκπέμπει μια ποιοτική και πολύ compact αίσθηση. Φταίνε οι μαζεμένες διαστάσεις, καθώς και η ικανότητα του DRZ να "ακούει" εύκολα και γρήγορα όλες τις εντολές του αναβάτη του. Η επιλογή της Suzuki τελικά ήταν να κάνει το DRZ SM φιλικό, σχεδόν καθημερινό. Μοναδική παραφωνία αποτελεί η σέλα του, που είναι παράλογα σκληρή, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Το DRZ SM δεν είναι "σκληρό", άρα δεν χρειαζόταν να είναι και η σέλα του. Φρένα, πλαίσιο και αναρτήσεις ακολουθούν παραδειγματικά κάθε εντολή του αναβάτη, μέχρι και σε ταχύτητες των 120 χλμ./ώρα περίπου. Τα φρένα (και ιδιαίτερα ο μπροστινός δίσκος των 310 χιλ.) αποδεικνύονται υπεραρκετά σε οποιεσδήποτε συνθήκες (τα endo έρχονται για πλάκα), το πλαίσιο είναι απόλυτα άκαμπτο και στιβαρό, ενώ οι αναρτήσεις, παρά το γεγονός ότι είναι μαλακές, κρατάνε το DRZ στις περισσότερες των περιπτώσεων σε σταθερή και αμετάβλητη πορεία. Τα παρατράγουδα αρχίζουν μετά τα 120-130 χλμ./ώρα. Τότε είναι που παρουσιάζονται ασταμάτητες διαμήκεις ταλαντώσεις και το DRZ γίνεται πολύ νευρικό, λόγω βέβαια των μαλακών αναρτήσεων. Μοναδικό αντίδοτο είναι το βάρος να μετατοπιστεί προς τα πίσω (ή βέβαια, ο συνεπιβάτης). Το φαινόμενο δεν εξαλείφεται και όσο τα χιλιόμετρα ανεβαίνουν τόσο εντονότερο γίνεται (μέχρι και την τελική των 160 χλμ./ώρα).
Το DRZ δεν είναι φτιαγμένο για να ταξιδεύει. Το αποδεικνύει τόσο η σκληρή σέλα του όσο και οι μικροί διαθέσιμοι χώροι του. Σε κοντινές εξορμήσεις, ωστόσο, δεν θα πει όχι.