Πόσο συμβατά είναι τα όρια ταχύτητας με τη σημερινή πραγματικότητα;

Σύγχρονες υποδομές αλλά με όρια 30 ετών.
Ταχύτητες που δεν συμβαδίζουν με την τεχνολογία και τις ανάγκες.
Τα σημερινά όρια βάζουν φρένο στη χαμηλή συμμόρφωση των Ελλήνων.
Επικίνδυνο οδικό δίκτυο και γερασμένα οχήματα, τροχοπέδη στην αύξηση ορίων.
Σύγχρονες υποδομές με όρια ταχύτητας 30 ετών.
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει δει μια μεγάλη βελτίωση στις βασικές οδικές της υποδομές. Αυτοκινητόδρομοι νέας γενιάς, σύγχρονες σήραγγες, καλύτερη σήμανση και πιο έξυπνοι κόμβοι έχουν βελτιώσει ριζικά το επίπεδο ασφάλειας. Παράλληλα, τα περισσότερα οχήματα φέρουν προηγμένα συστήματα ενεργητικής και παθητικής ασφάλειας που επιτρέπουν ασφαλέστερη μετακίνηση μέσα στα υπάρχοντα πλαίσια. Ωστόσο, τα όρια αυτά σε πολλούς άξονες παραμένουν ίδια από όταν θεσπίστηκαν πριν από δεκαετίες, τότε που οι τεχνικές δυνατότητες των οχημάτων ήταν χαμηλότερες και οι υποδομές πιο επικίνδυνες. Επίσης, σε πολλούς δρόμους συναντά κανείς απότομες και ανεξήγητες μειώσεις του ορίου από 90 σε 50 χλμ./ώρα χωρίς σαφή λόγο, γεγονός που ενισχύει την αίσθηση αυθαιρεσίας και οδηγεί τους χρήστες να αμφισβητούν την ίδια τη λογική των ορίων. Και αυτή η δυσπιστία καθιστά ακόμη και τα σωστά όρια λιγότερο αποτελεσματικά.
Ταχύτητες που δεν συμβαδίζουν με την τεχνολογία και τις ανάγκες.
Πολλοί οδηγοί θεωρούν ότι σε αρκετούς αυτοκινητόδρομους τα όρια των 120 km/h είναι υπερβολικά χαμηλά για την ποιότητα των δρόμων και τις δυνατότητες των σύγχρονων οχημάτων. Η τεχνολογία ενεργητικής και παθητικής ασφάλειας έχει προχωρήσει, τα συστήματα υποβοήθησης πληθωρικά και οι ταχύτητες ταξιδιού μπορούν να αυξηθούν με ασφάλεια. Ένα απαρχαιωμένο όριο μπορεί να δημιουργεί δυσφορία αλλά και αναποτελεσματικότητα με μεγαλύτερους χρόνους μετακίνησης, άνιση κυκλοφορία και συχνές παραβιάσεις που απαξιώνουν τη συνολική κουλτούρα υπευθυνότητας. Οι υποστηρικτές τονίζουν ότι η πραγματική ταχύτητα ροής στους ελληνικούς αυτοκινητόδρομους κινείται ήδη στα 130–150 km/h, κάτι που υποδηλώνει πως τα υπάρχοντα όρια δεν αντανακλούν την πραγματικότητα, αλλά έναν τυπικό κανόνα που δεν τηρείται στην πράξη.
Τα σημερινά όρια βάζουν φρένο στη χαμηλή συμμόρφωση των Ελλήνων.
Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές των υφιστάμενων ορίων υπογραμμίζουν ότι η ταχύτητα παραμένει ένας από τους βασικότερους παράγοντες πρόκλησης σοβαρών τροχαίων. Ακόμη κι αν οι δρόμοι και τα αυτοκίνητα έχουν βελτιωθεί, οι ανθρώπινες αδυναμίες, κόπωση, απροσεξία, απόσπαση προσοχής, εξακολουθούν να υπάρχουν και η λίστα των ατυχημάτων συνεχίζει να μεγαλώνει. Τα σημερινά όρια λειτουργούν ως ένα απαραίτητο φρένο που προστατεύει ζωές. Τα 120–130χλμ./ώρα στις νέες αρτηρίες παραμένουν σχετικά συμβατά με τις διεθνείς προδιαγραφές, ενώ σε αστικές περιοχές με συχνή παρουσία πεζών, μειώθηκαν πρόσφατα καθώς οι έρευνες δείχνουν μείωση κατά 10% σε τραυματισμούς και κατά 20% σε θανατηφόρα ατυχήματα λειτουργώντας ως ένας σταθερός άξονας οδικής πειθαρχίας. Εξάλλου η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει μια κουλτούρα χαμηλής συμμόρφωσης σε βασικούς κανόνες οδικής συμπεριφοράς κάτι που καθιστά τα χαμηλά όρια απαραίτητα.
Επικίνδυνο οδικό δίκτυο και γερασμένα οχήματα, τροχοπέδη στην αύξηση ορίων.
Στο θέμα της ασφάλειας άπτεται κ κατάσταση του ελληνικού οδικού δικτύου που παραμένει εξαιρετικά ανομοιογενής. Ναι μεν διαθέτει υπερσύγχρονους αυτοκινητόδρομους, αλλά από την άλλη υπάρχου επίσης δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα επαρχιακών οδών με κακή ποιότητα ασφάλτου, παλιές χαράξεις, ελλιπή φωτισμό, στενά περάσματα, κατολισθήσεις και συχνά κακή ορατότητα. Σε τέτοιο περιβάλλον, η αύξηση ορίων θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση γενικευμένης ασφάλειας, ωθώντας οδηγούς να αναπτύξουν μεγαλύτερες ταχύτητες σε σημεία που θα γινόταν επικίνδυνο. Επιπλέον, μεγάλο μέρος του ελληνικού στόλου οχημάτων παραμένει γερασμένο λόγω οικονομικής αδυναμίας των οδηγών. Μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα 15–20 ετών χωρίς σύγχρονα συστήματα υποβοήθησης, φθαρμένα λάστιχα και ελλιπή συντήρηση. Η αύξηση ορίων σε μια κοινωνία με τέτοιο εύρος διαφορών σε οχήματα και υποδομές μπορεί να ενισχύσει τον κίνδυνο, όχι να τον μειώσει.


