Σε κάθε περίπτωση σταθερό και υπάκουο, το Beverly στο δρόμο.

Στην εντός πόλης οδήγηση ξεχωρίζει η άνεση και η ποιότητα κύλισης του.

Στην εντός πόλης οδήγηση ξεχωρίζει η άνεση και η ποιότητα κύλισης του.

Το μοντέλο των 400 κυβικών χαρίζει μια σπορ χροιά στην εκτός πόλης εξερεύνηση.

Στο δρόμο

Έχοντας να οδηγήσουμε τόσο το Beverly 300, όσο και το Beverly 400, η διαδρομή που χάραξαν οι άνθρωποι της Piaggio ήταν μικτή, αρκετά μεγάλη σε απόσταση ώστε να γνωρίσουμε όλες τις πτυχές των δύο νέων μοντέλων. Ξεκινάμε την βόλτα μας με το Beverly 400, το οποίο φέρει την δική του «τουριστική-σπορ» αύρα, σε σχέση με το «πασπαρτού» 300άρι μοντέλο. Το πρώτο κομμάτι της διαδρομής, περιλαμβάνει ένα υπέροχο παραλιακό πέρασμα επαρχιακού δρόμου και από τα πρώτα χιλιόμετρα, το Beverly 400 κάνει σαφή τον ροπάτο χαρακτήρα του κινητήρα του και την ικανότητα να κινηθεί σε touring ρυθμούς.  Η λειτουργία θυμίζει κάτι από μονοκύλινδρη μοτοσυκλέτα, χωρίς όμως κραδασμούς, ενώ η εμπλοκή της μετάδοσης είναι γρήγορη προσφέροντας δυνατές εκκινήσεις. Στον δρόμο, η κλιμάκωση του CVT συμβάλλει στην γραμμική και αδιάκοπη παροχή της ισχύος  του βελτιωμένου σε ισχύ και ροπή «μεγάλου» κινητήρα της γκάμας. Οδηγώντας σε περιβάλλον επαρχιακού, καταλαβαίνεις γρήγορα ότι ο 400άρης κινητήρας λατρεύει να λειτουργεί στην μεσαία και ψηλή περιοχή στροφών με την απόδοση του να κορυφώνεται. Εντός πόλης και σε πιο αργούς ρυθμούς,  προτάσσει την άμεση απόκριση του και την πληθώρα ροπής στις χαμηλομεσαίες στροφές, γεγονότα που τον καθιστούν αρκούντως ζωηρό για τους λάτρεις μιας ανάλογης συμπεριφοράς.

Ανεβαίνοντας στο Beverly 300 για το άλλο μισό της διαδρομής, καταλαβαίνεις αμέσως τις διαφορές του ενός κινητήρα από τον άλλο. Το μοτέρ των 300 κυβικών είναι εύστροφο, παράγει ελάχιστους κραδασμούς σε επίπεδο… αμελητέο και αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο στις μεσαίες στροφές, ακριβώς εκεί που θα λειτουργήσει εντός πόλης. Στην σέλα του Beverly 300, οδηγήσαμε τα περισσότερα «αστικά» χιλιόμετρα της δοκιμής –ούτως ή άλλως, οι περισσότεροι που θα το επιλέξουν, θα το κάνουν για εντός πόλης και καθημερινή μετακίνηση. Οι σχεδόν 26 ίπποι του 300άρη κινητήρα είναι επαρκείς για την πολυχρηστική ταυτότητα του Beverly, χωρίς το μοτέρ να εστιάζει στις συγκινήσεις επιδόσεων μιας και ο τρόπος λειτουργίας του εστιάζει στην άνεση και την ποιότητα κύλισης. Στην εκκίνηση, το 300άρι μοντέλο «συμπλέκει» πιο αργά, ωστόσο κυκλοφορώντας εντός των τειχών, η πολυτελής λειτουργία του και η προθυμία του στην μεσαία περιοχή κάνουν την διαφορά.

Τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Beverly 300 και 400 είναι παρόμοια και η ποιότητα κύλισης χαρακτηρίζεται πολύ υψηλή και στις δύο περιπτώσεις. Ο αναβάτης, απολαμβάνει ικανοποιητικά επίπεδα αίσθησης, ενώ το στιβαρό πλαίσιο, σε συνδυασμό με τους τροχούς 16 και 14 ιντσών, επιτρέπει ακριβείς χειρισμούς, με μικρή η μεγάλη ταχύτητα, χωρίς δυσάρεστα παρατράγουδα. Το Beverly 300 χάρη και στα ελαφρώς στενότερα ελαστικά του, ξεχωρίζει στο κομμάτι της ευελιξίας στην πόλη με ελαφριά αίσθηση στις μανούβρες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θυσιάζει σταθερότητα. Οι αναρτήσεις εμφανίζουν αισθητή βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη γενιά –ειδικά τα δύο πίσω αμορτισέρ. Οι κακοτεχνίες των δρόμων του Livorno θύμισαν κάτι από… Ελλάδα σε σημεία, όμως πιρούνι και αμορτισέρ τις απορρόφησαν με μεγάλη επιτυχία. Πιάσαμε τον εαυτό μας να… ρίχνει επίτηδες το Beverly στις λακούβες, για να αξιολογήσουμε ξανά και ξανά την λειτουργία των αναρτήσεων και ομολογούμε ότι πρόκειται για μια σημαντική βελτίωση που αναβαθμίζει το οδηγικό επίπεδο. Από την καλύτερη λειτουργία της ανάρτησης, επωφελείται και το μοντέλο των 400 κυβικών. Τα φρένα είναι σωστά ταιριασμένα στα μοντέλα και στις δυνατότητες τους, αν και το σημείο της μέτριας αίσθησης στις μανέτες δυστυχώς δεν βελτιώθηκε, κάτι που το περιμέναμε. Ωστόσο, η δύναμη τους είναι παραπάνω από αρκετή τόσο για την πόλη, όσο και σε «γκαζωμένες» βόλτες εκτός των τειχών, απλά πρέπει να δείξετε «πειθώ» και δύναμη στις μανέτες για να αντλήσετε την πλήρη δύναμη τους. Ξεπερνώντας τον σκόπελο της αίσθησης, διαπιστώνεις επίσης ότι η προοδευτικότητα της λειτουργίας των φρένων είναι ικανοποιητική.

Με την ευκαιρία της εναλλαγής των δύο μοντέλων σε ένα εκτεταμένο κομμάτι επαρχιακού με πολλές στροφές, εξερευνήσαμε και τις εκδρομικές ικανότητες των δύο μοντέλων, μιας και η Piaggio δεν τα προορίζει αποκλειστικά για την πόλη. Αξιοσημείωτα καλά τα πήγε το Beverly 300 στις συνθήκες αυτές όντας πιο «εύκολο» στα κλειστά κομμάτια, όμως το Beverly 400 έκανε την διαφορά στον ανοιχτό δρόμο: Ο ισχυρός του κινητήρας τονίζει την fun-to-ride πλευρά του με πιο σπορ λειτουργία, ενώ η αίσθηση του στις καμπές είναι πιο «βαριά» και τα περιθώρια πρόσφυσης μεγάλα προσφέροντας την νότα μοτοσυκλέτας που οι πιο απαιτητικοί αναβάτες θα εκτιμήσουν.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

  • Πάνος

    Κάπως ακριβά και, επιτέλους, καιρός να υιοθετηθούν απ όλα τα σκούτερ τα μονά πίσω αμορτισέρ, που προσφέρουν το παραπάνω και στην άνεση και στην οδική συμπεριφορά

      4